- κτηνώδης
- ης, ες скотский, животный;
κτηνώδες ένστικτο — животный инстинкт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτηνώδες ένστικτο — животный инстинкт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτηνώδης — like a beast masc/fem acc pl (attic epic doric) κτηνώδης like a beast masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κτηνώδης like a beast masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνώδης — κτηνώδης, ης, ες και χτηνώδης, ης, ες γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, και χτηνώδικος, η, ο 1. αυτός που αρμόζει σε κτήνος: Έχει κτηνώδεις επιθυμίες. 2. αυτός που μοιάζει με κτήνος: Έχει κτηνώδες βλέμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτηνώδης — ες και κτηνώδικος, η, ο (AM κτηνώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με κτήνος στη μορφή ή στη συμπεριφορά («κτηνώδης φυσιογνωμία») 2. αυτός που αρμόζει σε κτήνος (α. «κτηνώδη ένστικτα» β. «κτηνώδης αἴσθησις», Φίλ.). επίρρ... κτηνωδώς (AM κτηνωδῶς)… … Dictionary of Greek
κτηνωδέστερον — κτηνώδης like a beast adverbial comp κτηνώδης like a beast masc acc comp sg κτηνώδης like a beast neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνώδει — κτηνώδης like a beast masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κτηνώδης like a beast masc/fem/neut dat sg κτηνώδεϊ , κτηνώδης like a beast dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνώδη — κτηνώδης like a beast neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κτηνώδης like a beast masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κτηνώδης like a beast masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνωδεστέρων — κτηνώδης like a beast fem gen comp pl κτηνώδης like a beast masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνωδέστατον — κτηνώδης like a beast masc acc superl sg κτηνώδης like a beast neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνῶδες — κτηνώδης like a beast masc/fem voc sg κτηνώδης like a beast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνώδεις — κτηνώδης like a beast masc/fem acc pl κτηνώδης like a beast masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνωδεστέροις — κτηνώδης like a beast masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)